αναβαθμίς

αναβαθμίς
(-ίδος) η
1) подножка, ступенька (вагона и т. п.); 2) небольшая переносная лестница; 3) воен, аппарель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναβαθμίς" в других словарях:

  • ἀναβαθμίδας — ἀναβαθμίς step fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδες — ἀναβαθμίς step fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδος — ἀναβαθμίς step fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίδων — ἀναβαθμίς step fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίσι — ἀναβαθμίς step fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναβαθμίσιν — ἀναβαθμίς step fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναβαθμίδα — η (Α ἀναβαθμίς) σκαλί, σκαλοπάτι νεοελλ. 1. μικρή φορητή σκάλα 2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαθμίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»